- ανθοστεφάνωτος
- -η, -ο και ανθοστεφανωμένος, -η,-ο αυτός που φορεί στεφάνι από λουλούδια: Τη μέρα της Πρωτομαγιάς γύριζαν στο χωριό ανθοστεφάνωτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.